Search...

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

«ΜΟΥ ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ, ΜΕ ΠΗΓΑΝ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΜΕ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ...»

Δημήτρης Αγγελίδης - efsyn.gr


Η μαρτυρία του 23χρονου Κ. από τη Συρία, αναγνωρισμένου πρόσφυγα στη Γερμανία, για το πώς ήρθε στην Ελλάδα αλλά βρέθηκε στην Τουρκία.

Διδυμότειχο → Κελί → Εβρος → Αδριανούπολη → Κωνσταντινούπολη
Στις 30 Νοεμβρίου 2016 το μεσημέρι, ο Κ., 23 χρόνων από τη Συρία, αναγνωρισμένος πρόσφυγας στη Γερμανία, βρισκόταν έξω από τον σταθμό του ΚΤΕΛ στο Διδυμότειχο και ρωτούσε τους περαστικούς αν έτυχε να συναντήσουν το 11χρονο αγόρι που απεικονιζόταν στη φωτογραφία του κινητού του.
Το αγόρι, ο μικρότερος αδελφός του Κ. (τα στοιχεία του Κ. βρίσκονται στη διάθεση της «Εφ.Συν.»), επρόκειτο να περάσει τα σύνορα από την Τουρκία και να φτάσει στο Διδυμότειχο στο τέλος του μήνα.
Μία εβδομάδα πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία, τα ίχνη του χάθηκαν τελείως και ο Κ. πήρε την απόφαση να ταξιδέψει από το Μόναχο στο Διδυμότειχο για να τον αναζητήσει.
Κανένα ενδιαφέρον δεν έδειξαν για όλα αυτά οι τρεις αστυνομικοί που σταμάτησαν με το περιπολικό έξω από τον σταθμό εκείνο το μεσημέρι και πλησίασαν τον Κ.
Καμία σημασία δεν έδωσαν στα χαρτιά που είχε πάνω του, το δελτίο του πρόσφυγα, την άδεια διαμονής στη Γερμανία και το προσφυγικό διαβατήριο που του επιτρέπει να ταξιδεύει στην Ευρώπη έξι μήνες τον χρόνο.

Του κράτησαν έγγραφα και κινητό

Πήγε να τους τα δείξει, του έκαναν νόημα ότι δεν χρειάζεται, του πήραν το κινητό και τον ακινητοποίησαν στον τοίχο. Εφτασε ένα πράσινο τζιπ με άλλους δύο αστυνομικούς και τον έσπρωξαν μέσα.
Ο Κ. υπολογίζει ότι οδήγησαν περίπου δύο ώρες, ώσπου βρέθηκαν σε έναν χώρο με πολλά αυτοκίνητα και κτίρια σαν στρατώνες.
Του κράτησαν τα γερμανικά έγγραφα, του επέστρεψαν την ταυτότητα από τη Συρία, όχι όμως το κινητό, και τον οδήγησαν σε ένα κελί με άλλους περίπου 50 πρόσφυγες και μετανάστες, ανάμεσά τους οικογένειες.
Διηγείται την ιστορία του στην «Εφ.Συν.» στα γραφεία της οργάνωσης «Γέφυρες», με τη βοήθεια της οποίας συνέταξε αναφορά που θα καταθέσει σε λίγες μέρες στη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, προκειμένου να ξαναβγάλει τα χαρτιά του και να μπορέσει να επιστρέψει στη Γερμανία, περισσότερο από δεκατέσσερις μήνες μετά την απαγωγή και την επαναπροώθησή του στην Τουρκία.
Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες γνωστές υποθέσεις επαναπροώθησης που αφορά αναγνωρισμένο πρόσφυγα, ο οποίος έχει πάρει άσυλο σε άλλο κράτος-μέλος και ταξιδεύει με ταξιδιωτικά έγγραφα που εξέδωσε το κράτος εκείνο.
Το στοιχείο αυτό δείχνει τον ζήλο με τον οποίο εφαρμόζονται οι επιχειρήσεις επαναπροώθησης, θύμα των οποίων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε αλλοδαπός, πρόσφυγας ή μετανάστης, με χαρτιά ή χωρίς.

Η υπόθεση έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και στο σκέλος της διερεύνησης των περιστατικών και της απόδοσης ευθυνών, καθώς στη διαδικασία εμπλέκονται οι γερμανικές αρχές.
Μέχρι σήμερα, η διερεύνηση των υποθέσεων επαναπροώθησης γινόταν σ’ ένα μάλλον προστατευμένο πλαίσιο, χωρίς ιδιαίτερη δημοσιότητα.
Λίγες υποθέσεις επαναπροώθησης απασχόλησαν την ελληνική Δικαιοσύνη και αυτές μπήκαν στο αρχείο ή αγνοούνται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ΕΔΕ στην αστυνομία. Τόσο το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη όσο και το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. επιμένουν να διαψεύδουν κάθε καταγγελία επαναπροώθησης, χωρίς να υπάρξει σοβαρή και ανεξάρτητη έρευνα, με το αμφιλεγόμενο επιχείρημα πως δεν γίνονται επαναπροωθήσεις επειδή εφαρμόζεται ο νόμος ή πως τάχα δεν ενδείκνυνται για επαναπροωθήσεις η μορφολογία του εδάφους και η στάθμη του νερού στον Εβρο.

Σε ένα κελί με άλλους 50

Σύμφωνα πάντως με όσα διηγείται ο Κ., πέρασε τη νύχτα της 30ής Νοεμβρίου 2016 στο κελί μαζί με άλλους περίπου 50 πρόσφυγες και μετανάστες.
Την επομένη τούς ζήτησαν να καλύψουν το πρόσωπο με τα ρούχα τους και τους οδήγησαν σ’ ένα φορτηγό.
Ο Κ. κοντοστάθηκε και ζήτησε να του επιστρέψουν τα πράγματά του, αλλά του υπέδειξαν κοφτά να προχωρήσει.
Ενας άλλος Σύρος, που έλεγε ότι ήταν αναγνωρισμένος πρόσφυγας στην Ελβετία, έπεσε στο έδαφος και αρνήθηκε να προχωρήσει αν δεν του δώσουν τα χαρτιά του. Αυτόν τον χτύπησαν και τον μετέφεραν σηκωτό στο φορτηγό.
Οταν βγήκαν ύστερα από ώρα, ήταν σκοτάδι. Διέκριναν πολλούς ένστολους που κρατούσαν κλομπ και είχαν καλυμμένα πρόσωπα, κάποιοι από τους οποίους έδιναν παραγγέλματα σε ξένη γλώσσα.
Τους οδήγησαν στην όχθη του ποταμού, τους ανέβασαν ανά επτά σε φουσκωτές βάρκες με μηχανή, στις οποίες ανέβηκαν και δύο ένστολοι, και τους οδήγησαν στην απέναντι όχθη.
Χωρίς χαρτιά, χωρίς ίχνη από τον αδελφό του, ο Κ. βρέθηκε στην Αδριανούπολη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Πήγε αμέσως στη γερμανική πρεσβεία ζητώντας να ξαναβγάλει διαβατήριο για να μπορέσει να επιστρέψει.
Του έδωσαν ραντεβού σε μία εβδομάδα και του ζήτησαν γραπτή αναφορά των περιστατικών, αντίγραφο των εγγράφων που χάθηκαν και δήλωση απώλειας ή κλοπής, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει στην Τουρκία, μιας που τα έγγραφα είχαν αφαιρεθεί σε ελληνικό έδαφος.
Κατέθεσε τα στοιχεία και περίμενε. Τηλεφωνούσε ανά εβδομάδα, του απαντούσαν ότι συνεχίζουν να εξετάζουν τον φάκελό του. Αυτό συνεχίστηκε καιρό.
Ο Κ. αποφάσισε να έρθει ξανά στην Ελλάδα με τον γνωστό τρόπο, μέσω του Εβρου, και να βγάλει τα έγγραφά του στη γερμανική πρεσβεία της Αθήνας. Το ταξίδι της επιστροφής αποδείχτηκε ολόκληρη περιπέτεια.
Τρεις φορές τον σταμάτησε η τουρκική αστυνομία καθ’ οδόν προς τα σύνορα, άλλες δέκα τον έπιασε η ελληνική αστυνομία αφού είχε περάσει τα σύνορα και τον οδήγησε πίσω.
Τελικά, στις 25 Ιανουαρίου κατάφερε να περάσει τα σύνορα και να συνεχίσει χωρίς εμπόδια, ώσπου έφτασε στην Αθήνα.
Σήμερα ελπίζει πως θα βγουν σύντομα τα έγγραφά του και πως θα μπορέσει να επιστρέψει στη Γερμανία, δεκατέσσερις ολόκληρους μήνες από τότε που έπεσε θύμα μιας αστυνομικής ομάδας, η δράση της οποίας θυμίζει έντονα παρακρατικό μηχανισμό, τον οποίο φαίνονται αδύναμες ή απρόθυμες να αντιμετωπίσουν οι αρμόδιες αρχές.

Επιλεκτικές «ευαισθησίες» από εισαγγελία και υπουργείο

Εύλογα και σοβαρά ερωτήματα γεννά η αντίδραση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και των εισαγγελικών αρχών απέναντι σε μαρτυρίες επιχειρήσεων επαναπροώθησης που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.
Η ενημερωτική ιστοσελίδα tvxs.gr δημοσίευσε στις 29 Ιανουαρίου αναλυτικό ρεπορτάζ, βασισμένο σε μαρτυρίες δύο δικηγόρων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και συνοδευόμενο από ηχητικά ντοκουμέντα και βίντεο, για επιχειρήσεις επαναπροώθησης που συνέβησαν τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και στις 31 Δεκεμβρίου.
Η πρώτη αντίδραση πηγών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ήταν να ενημερώσει ότι βρίσκεται σε εξέλιξη προκαταρκτική εξέταση στην Εισαγγελία Ορεστιάδας όχι για τη διαπίστωση της ακρίβειας των καταγγελιών, αλλά για τη δράση των δικηγόρων, το όνομα των οποίων, όπως ενημέρωναν οι πηγές του υπουργείου, εμπλέκεται σε ανώνυμη καταγγελία για διακίνηση προσφύγων.
Η σπουδή της εισαγγελίας και του υπουργείου εντυπωσιάζει, καθώς δεν έχει γίνει γνωστή παρόμοια διαδικασία για τη διερεύνηση της πληθώρας των εξαιρετικά σοβαρών καταγγελιών, αρκετές από τις οποίες ήταν επώνυμες, για επιχειρήσεις επαναπροώθησης στον Εβρο.
Δεκάδες μαρτυρίες και καταγγελίες επαναπροωθήσεων έχει δημοσιοποιήσει τα τελευταία χρόνια η «Εφ.Συν.», χωρίς να κινηθεί στις περισσότερες περιπτώσεις σοβαρή και ανεξάρτητη έρευνα ή χωρίς να γίνουν γνωστά τα πορίσματα των λίγων ΕΔΕ ή των ερευνών του τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. Αγνοείται η τύχη του φακέλου που παρέδωσε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σχετικά με την επαναπροώθηση Τούρκων πολιτών που διώκονται από το καθεστώς Ερντογάν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016. Το θέμα το είχαν φέρει στη Βουλή 25 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ με ερώτησή τους.
Η εξαιρετικά γενικόλογη απάντηση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Νίκου Τόσκα ότι οι αρχές ενεργούν με απόλυτο σεβασμό στην ισχύουσα νομοθεσία έδειχνε απαξίωση στη διαδικασία του κοινοβουλευτικού έργου και, φυσικά, ελλιπή αντίληψη της σοβαρότητας της κατάστασης, όπως σημείωνε η «Εφ.Συν.» («Ο κ. Τόσκας και η διαπίστωση του αυτονόητου», 24 Ιουλίου 2017).
Ανάλογης σοβαρότητας ήταν η λιτή απάντηση του υπουργείου στις νέες καταγγελίες επαναπροώθησης: «Η χώρα μας δεν προχωρά σε παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων μεταναστών. Στην περιοχή του Εβρου, κατά το έτος 2017, εισήλθαν 7.544 πρόσφυγες/μετανάστες και όλοι οδηγήθηκαν σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, όπου το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών ζήτησε χορήγηση ασύλου».
Φυσικά, ο επίσημος αριθμός όσων προσφύγων και μεταναστών καταγράφηκαν στον Εβρο δεν λέει απολύτως τίποτα σχετικά με την ύπαρξη άλλων προσφύγων και μεταναστών που όχι μόνο δεν καταγράφηκαν επισήμως, αλλά ενδεχομένως επαναπροωθήθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, η απουσία σοβαρής έρευνας σε συνδυασμό με τη σπουδή να διερευνηθούν καταγγελίες για διακίνηση γεννά το ερώτημα αν στόχος είναι ο εκφοβισμός όσων επιχειρούν να φέρουν στο φως μια σκοτεινή δραστηριότητα που ευτελίζει την αξιοπρέπεια των προσφύγων, βάζει σε κίνδυνο τη ζωή τους και καταστρατηγεί κάθε έννοια κράτους δικαίου.

12/2/2018